Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

νηλεῶς ὧδ

См. также в других словарях:

  • νηλεῶς — νηλεής adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νηλέως — Νηλέω̆ς , Νηλεύς Neleus fem gen sg Νηλεύς Neleus fem nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηλέως — νηλής pitiless adverbial (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νηλέως, δήμος — Νέος δήμος του νομού Ευβοίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίας Άννης, Αμελάντων, Αχλαδίου, Κεραμείας, Κερασέας, Κοτσικιάς και Παππάδων, οι οποίες καταργήθηκαν. ΄Εδρα του δήμου ορίστηκε ο… …   Dictionary of Greek

  • Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… …   Deutsch Wikipedia

  • APATURIA — I. APATURIA Minerva ab Aethra sic dicta, quae per quietem ab ea monita, ut Sphaero sacrificaret, cum in insulam traiecisser, a Neptuno compressa, Palladis templum ibi erexit. Praetereaque constiturit, ut Troezemorum virgines zonas ante nuptias… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MESOMEDES — Cretensis, poeta Adriano principi carissimus, scripsit in laudem Antinoi liberti eius. Suidas. Meminit eius Eusebius quoque in Chron. Μεσομήδης ὁ Κρὴς κιθαρωδικῶν νόμων μουσικὸς ποιητὴς γνωρίζεται, ubi κιθαρῳδικῶν νόμων ποιητης, est canticorum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Νηλεΐδης — και Νηληϊάδης, εω και αο, ὁ (Α) (επικ. τ.) ο γιος τού Νηλέως, ο Νέστωρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νηλεύς + κατάλ. ίδης (πρβλ. Πηλε ΐδης). Ο τ. Νηληϊάδης < νηλήϊος + κατάλ. άδης (πρβλ. θαλαμ ηιάδης)] …   Dictionary of Greek

  • Νηλείον — Νηλεῑον και Νελεῑον, τὸ (Α) [Νηλεύς] ο ναός τού γιου τού Κόδρου Νηλέως, κατά την παράδοση ιδρυτή τής Μιλήτου …   Dictionary of Greek

  • αγκάλη — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 206 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νηλέως. * * * η (Α ἀγκάλη) 1. ο χώρος εν είδει κόλπου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος τού ανθρώπου και στα χέρια του,… …   Dictionary of Greek

  • αχλάδι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 850 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εχιναίων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 344 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»